διονυχίζω — [ονυχίζω] εξετάζω, ελέγχω εξονυχιστικά, διερευνώ με κάθε λεπτομέρεια … Dictionary of Greek
ἐξωνυχισμένα — ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐξωνυχισμένᾱ , ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐξωνυχισμένᾱ , ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνονυχίζει — ἐν ὀνυχίζω pare the nails. pres ind mp 2nd sg ἐν ὀνυχίζω pare the nails. pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωνυχισμένων — ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp fem gen pl ἐκ ὀνυχίζω pare the nails. perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονυχίζω — ἀπονυχίζω (Α) [ονυχίζω] 1. κόβω τα νύχια 2. περικόπτω 3. εξετάζω εξονυχιστικά … Dictionary of Greek
εξονυχίζω — (AM ἐξονυχίζω) εξετάζω κάτι με ακρίβεια και προσοχή, λεπτολογώ νεοελλ. (για υποζύγια) κόβω τα νύχια για να τοποθετήσω πέταλα αρχ. αφαιρώ τα αγκάθια (από τα ρόδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονυχίζω «εξετάζω με λεπτομέρεια (< όνυξ)] … Dictionary of Greek
νύχισμα — νύχισμα, τὸ (Μ) γρατσουνιά από νύχι, νυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νυχίζω < αρχ. ὀνυχίζω] … Dictionary of Greek
ονυχισμός — ὀνυχισμός, ὁ (Α) [ονυχίζω] το κόψιμο τών νυχιών … Dictionary of Greek
ονυχιστήρ — ὀνυχιστήρ, ὁ (Α) (σχετικά με ζώο) χηλή, οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. καθαρισ τήρ)] … Dictionary of Greek
ονυχιστήριο — το (Α ὀνυχιστήριον και ὀνυστήριον) μικρό μαχαίρι ή ψαλίδι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο τών οπλών τών οπληφόρων κατοικίδιων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνυχίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον)] … Dictionary of Greek